- λάπτω
- και λάφτω (Α λάπτω)πίνω νερό με τη γλώσσα («λάψοντες γλώσσῃσιν... μέλαν ὕδωρ», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. πίνω με απληστία, ρουφώ («αἷμα λέλαφας», Αριστοφ.2. μέσ. λάπτομαικαταπίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητικός εκφραστικός τ. που συνδέεται με άλλους ΙΕ (πρβλ. αλβ. lap «καταπίνω, ρουφώ», που λέγεται για σκύλους και γάτες, πιθ. ρωσ. lopotŭ «καταπίνω», λιθουαν. lapenti «καταπίνω» [για χοίρους], αγγλοσαξ. lapian, λατ. lampo που εμφανίζει και έρρινο ένθημα). Επίσης έχουμε συγγενείς τ. με άηχο δασύπρβλ. αρμ. lap'em και λαφύσσω*. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο μέλλ. λάψω και ο παρακμ. λέλαφα συνδέονται με λιθουαν. lakti και ρωσ. lokatĩ, υπόθεση που προϋποθέτει ύπαρξη χειλοϋπερωικού συμφώνου. Σ' αυτή την περίπτωση, ο τ. λάπτω θα πρέπει να είναι υστερογενής, άποψη πολύ πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.